- περισπαράσσοντα
- περί-σπαράσσωtearpres part act neut nom/voc/acc plπερί-σπαράσσωtearpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισπαράσσω — Α σπαράζω, ξεσχίζω κάτι ολόγυρα («ἑαυτῷ τὴν ἐσθῆτα περισπαράσσοντα», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek